αυτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /afˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τά
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
αυτά ουδέτερο
- ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αυτό) του αυτός