αυταπατώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυταπατώμαι < αυταπάτη + -ώμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fta.paˈto.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

αυταπατώμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]