αυταπατώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fta.paˈto.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
αυταπατώμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυταπατώμαι | αυταπατόμουν | θα αυταπατώμαι | να αυταπατώμαι | ||
β' ενικ. | αυταπατάσαι | αυταπατόσουν | θα αυταπατάσαι | να αυταπατάσαι | ||
γ' ενικ. | αυταπατάται | αυταπατόταν | θα αυταπατάται | να αυταπατάται | ||
α' πληθ. | αυταπατώμεθα - αυταπατόμαστε | αυταπατόμασταν | θα αυταπατώμεθα - αυταπατόμαστε | να αυταπατώμεθα - αυταπατόμαστε | ||
β' πληθ. | αυταπατάσθε - αυταπατάστε | αυταπατόσασταν | θα αυταπατάσθε - αυταπατάστε | να αυταπατάσθε - αυταπατάστε | αυταπατάσθε - αυταπατάστε | |
γ' πληθ. | αυταπατώνται | αυταπατόνταν - αυταπατόντουσαν | θα αυταπατώνται | να αυταπατώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυταπατήθηκα | θα αυταπατηθώ | να αυταπατηθώ | αυταπατηθεί | ||
β' ενικ. | αυταπατήθηκες | θα αυταπατηθείς | να αυταπατηθείς | αυταπατήσου | ||
γ' ενικ. | αυταπατήθηκε | θα αυταπατηθεί | να αυταπατηθεί | |||
α' πληθ. | αυταπατηθήκαμε | θα αυταπατηθούμε | να αυταπατηθούμε | |||
β' πληθ. | αυταπατηθήκατε | θα αυταπατηθείτε | να αυταπατηθείτε | αυταπατηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυταπατήθηκαν αυταπατηθήκαν(ε) |
θα αυταπατηθούν(ε) | να αυταπατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυταπατηθεί | είχα αυταπατηθεί | θα έχω αυταπατηθεί | να έχω αυταπατηθεί | αυταπατημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυταπατηθεί | είχες αυταπατηθεί | θα έχεις αυταπατηθεί | να έχεις αυταπατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυταπατηθεί | είχε αυταπατηθεί | θα έχει αυταπατηθεί | να έχει αυταπατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυταπατηθεί | είχαμε αυταπατηθεί | θα έχουμε αυταπατηθεί | να έχουμε αυταπατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυταπατηθεί | είχατε αυταπατηθεί | θα έχετε αυταπατηθεί | να έχετε αυταπατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυταπατηθεί | είχαν αυταπατηθεί | θα έχουν αυταπατηθεί | να έχουν αυταπατηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυταπατώμαι
|