αυτοαμφισβήτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοαμφισβήτηση οι αυτοαμφισβητήσεις
      γενική της αυτοαμφισβήτησης* των αυτοαμφισβητήσεων
    αιτιατική την αυτοαμφισβήτηση τις αυτοαμφισβητήσεις
     κλητική αυτοαμφισβήτηση αυτοαμφισβητήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοαμφισβητήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοαμφισβήτηση < αυτό + αμφισβήτηση


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοαμφισβήτηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]