αυτοαξιολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοαξιολόγηση | οι | αυτοαξιολογήσεις |
γενική | της | αυτοαξιολόγησης | των | αυτοαξιολογήσεων |
αιτιατική | την | αυτοαξιολόγηση | τις | αυτοαξιολογήσεις |
κλητική | αυτοαξιολόγηση | αυτοαξιολογήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοαξιολόγηση < αυτο- + αξιολόγηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοαξιολόγηση θηλυκό
- (ψυχολογία) ή (καθημερινός λόγος) η αξιολόγηση του εαυτού μου βάσει καθορισμένων κριτηρίων
- ※ Οι δαπάνες στα σχολεία έχουν μειωθεί κατά 33% (2009-2013) και κατά 47% μέχρι το 2016, όπου το σύνολο των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση θα συρρικνωθεί στο 2,15% του ΑΕΠ. Σχολεία κλείνουν, το σχολικό δίκτυο συρρικνώνεται στο όνομα του «μνημονιακού εξορθολογισμού» και η υλικοτεχνική υποδομή υποβαθμίζεται. Την ίδια στιγμή ζητείται στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησης η αναζήτηση πόρων και αποτιμάται η χορηγία των γονέων και άλλων φορέων. (* εφημερίδα Έθνος.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοαξιολόγηση