αυτοκινητιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκινητιστής < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκινητιστής αρσενικό (θηλυκό αυτοκινητίστρια)
- επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου
- ταξιτζής
- κάποιος που ασχολείται επαγγελματικά με το αυτοκίνητο
- οδηγός ασθενοφόρου, αποριματοφόρου, οχήματος της Πυροσβεστικής, νταλικέρης, σχολικού λεωφορείου ή αστυνομικού αυτοκινήτου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκινητιστής