αυτοκινητιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοκινητιστής οι αυτοκινητιστές
      γενική του αυτοκινητιστή των αυτοκινητιστών
    αιτιατική τον αυτοκινητιστή τους αυτοκινητιστές
     κλητική αυτοκινητιστή αυτοκινητιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκινητιστής < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /af.to.ci.ni.tiˈstis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκινητιστής αρσενικό (θηλυκό αυτοκινητίστρια)

(επάγγελμα)
  1. επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου
  2. ταξιτζής
  3. κάποιος που ασχολείται επαγγελματικά με το αυτοκίνητο
  4. οδηγός ασθενοφόρου, αποριματοφόρου, οχήματος της Πυροσβεστικής, νταλικέρης, σχολικού λεωφορείου ή αστυνομικού αυτοκινήτου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]