αυτοκινητοδρομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκινητοδρομία οι αυτοκινητοδρομίες
      γενική της αυτοκινητοδρομίας των αυτοκινητοδρομιών
    αιτιατική την αυτοκινητοδρομία τις αυτοκινητοδρομίες
     κλητική αυτοκινητοδρομία αυτοκινητοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκινητοδρομία < αυτοκίνητ(ο) + -ο- + -δρομία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.ci.ni.to.ðɾoˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκινητοδρομία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]