αυτοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτοκρατής, αυτοκρατορία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκρατία οι αυτοκρατίες
      γενική της αυτοκρατίας των αυτοκρατιών
    αιτιατική την αυτοκρατία τις αυτοκρατίες
     κλητική αυτοκρατία αυτοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκρατία < (καθαρεύουσα) αὐτοκρατία < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική solipsispus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκρατία θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 463.