αυτοκόλλητο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκόλλητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτοκόλλητος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ftoˈko.li.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκόλλητο ουδέτερο (υποκοριστικό: αυτοκολλητάκι)

  1. αντικείμενο που έχει κολλώδη επιφάνεια, αντικείμενο σχεδιασμένο να κολλά
  2. ετικέτα με κόλλα στη μια όψη
  3. διαφημιστική κολλήσιμη ετικέτα
  4. (μεταφορικά) λατρεμένος εραστής
  5. (μεταφορικά) για κάποιον ή κάτι που είναι προσκολλημένο πάνω σε κάποιον, αυτοκολλητάκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]