αυτοσυγκέντρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυγκέντρωση | οι | αυτοσυγκεντρώσεις |
γενική | της | αυτοσυγκέντρωσης* | των | αυτοσυγκεντρώσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυγκέντρωση | τις | αυτοσυγκεντρώσεις |
κλητική | αυτοσυγκέντρωση | αυτοσυγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσυγκέντρωση < αυτο- + συγκέντρωση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσυγκέντρωση θηλυκό
- η ικανότητα μεγάλης προσήλωσης κάποιου σε ένα θέμα ώστε να μπορέσει να το σκεφτεί διεξοδικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσυγκέντρωση