αυτοσχέδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσχέδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοσχέδιος < αὐτός + σχέδιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ftoˈsçe.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐σχέ‐δι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοσχέδιος -α -ο
- χαρακτηρισμός για κάποιον που αυτοσχεδιάζει
- που είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού
- που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από κάποιον ιδιώτη, για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες, που δεν είναι βιομηχανικό προϊόν
- ↪ ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις αυτός, σχεδιάζω, σχέδιο και έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)