αυτοσχέδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτοσχέδιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοσχέδιος η αυτοσχέδια το αυτοσχέδιο
      γενική του αυτοσχέδιου της αυτοσχέδιας του αυτοσχέδιου
    αιτιατική τον αυτοσχέδιο την αυτοσχέδια το αυτοσχέδιο
     κλητική αυτοσχέδιε αυτοσχέδια αυτοσχέδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοσχέδιοι οι αυτοσχέδιες τα αυτοσχέδια
      γενική των αυτοσχέδιων των αυτοσχέδιων των αυτοσχέδιων
    αιτιατική τους αυτοσχέδιους τις αυτοσχέδιες τα αυτοσχέδια
     κλητική αυτοσχέδιοι αυτοσχέδιες αυτοσχέδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοσχέδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοσχέδιος < αὐτός + σχέδιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ftoˈsçe.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐σχέ‐δι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτοσχέδιος -α -ο

  1. χαρακτηρισμός για κάποιον που αυτοσχεδιάζει
  2. που είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού
  3. που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από κάποιον ιδιώτη, για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες, που δεν είναι βιομηχανικό προϊόν
    ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αυτός, σχεδιάζω, σχέδιο και έχω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]