αυτοσχεδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσχεδιάζω < αρχαία ελληνική αὐτοσχεδιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοσχεδιάζω
- ενεργώ αυθόρμητα, έχοντας ή μη προηγούμενη γνώση στο αντικείμενο, χωρίς να έχω προετοιμαστεί ή να έχω προσχεδιάσει κάτι
- (ειδικότερα) τζαμάρω με μουσικούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αυτοσχέδιος