αυτοϊκανοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοϊκανοποίηση | οι | αυτοϊκανοποιήσεις |
γενική | της | αυτοϊκανοποίησης* | των | αυτοϊκανοποιήσεων |
αιτιατική | την | αυτοϊκανοποίηση | τις | αυτοϊκανοποιήσεις |
κλητική | αυτοϊκανοποίηση | αυτοϊκανοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοϊκανοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοϊκανοποίηση < αυτο- + ικανοποίηση
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοϊκανοποίηση θηλυκό
- το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τα επιτεύγματά του ή την κατάστασή του
- το να ικανοποιεί κάποιος σεξουαλικά τον εαυτό του, ο αυνανισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοϊκανοποίηση
|