αφόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφόρητος | η | αφόρητη | το | αφόρητο |
γενική | του | αφόρητου | της | αφόρητης | του | αφόρητου |
αιτιατική | τον | αφόρητο | την | αφόρητη | το | αφόρητο |
κλητική | αφόρητε | αφόρητη | αφόρητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφόρητοι | οι | αφόρητες | τα | αφόρητα |
γενική | των | αφόρητων | των | αφόρητων | των | αφόρητων |
αιτιατική | τους | αφόρητους | τις | αφόρητες | τα | αφόρητα |
κλητική | αφόρητοι | αφόρητες | αφόρητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφόρητος < αρχαία ελληνική ἀφόρητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈfo.ɾi.tos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /aˈfo.ɾi.ti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /aˈfo.ɾi.to/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
αφόρητος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον αντέξει ή να τον αντιμετωπίσει
- αφόρητοι πόνοι, αφόρητη ζέστη, αφόρητες πιέσεις
- πολύ ενοχλητικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφόρητος