αχρεώστητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρεώστητος η αχρεώστητη το αχρεώστητο
      γενική του αχρεώστητου της αχρεώστητης του αχρεώστητου
    αιτιατική τον αχρεώστητο την αχρεώστητη το αχρεώστητο
     κλητική αχρεώστητε αχρεώστητη αχρεώστητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρεώστητοι οι αχρεώστητες τα αχρεώστητα
      γενική των αχρεώστητων των αχρεώστητων των αχρεώστητων
    αιτιατική τους αχρεώστητους τις αχρεώστητες τα αχρεώστητα
     κλητική αχρεώστητοι αχρεώστητες αχρεώστητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχρεώστητος < μεσαιωνική ελληνική ἀχρεώστητος < (ελληνιστική κοινήχρεωστώ < αρχαία ελληνική χρέος

Επίθετο[επεξεργασία]

αχρεώστητος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]