αχυράνθρωπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχυράνθρωπος οι αχυράνθρωποι
      γενική του αχυράνθρωπου των αχυράνθρωπων
    αιτιατική τον αχυράνθρωπο τους αχυράνθρωπους
     κλητική αχυράνθρωπε αχυράνθρωποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχυράνθρωπος <
  1. άχυρο + άνθρωπος
  2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική: homme de paille

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.çiˈɾan.θɾo.pos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχυράνθρωπος αρσενικό

  1. ομοίωμα ανθρώπου από άχυρο
  2. το υποχείριο κάποιου
    • (ειδικότερα) (στον πολιτικό ή οικονομικό χώρο) άνθρωπος που εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί σε ενέργειες ή επιχειρήσεις αλλά ουσιαστικά εκτελεί εντολές άλλων
      • νομότυπος διευθύνων σύμβουλος που αποδέχεται να φέρει νομική ευθύνη για επιχείρηση έναντι της μισθοδοσίας του προστατεύοντας έτσι τον βασικό κεφαλαιούχου που τον επέλεξε και κατευθύνει την εταιρεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]