αψεγάδιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.sto/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
αψεγάδιαστος -η -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψεγάδιαστος