αψυχολόγητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψυχολόγητος η αψυχολόγητη το αψυχολόγητο
      γενική του αψυχολόγητου της αψυχολόγητης του αψυχολόγητου
    αιτιατική τον αψυχολόγητο την αψυχολόγητη το αψυχολόγητο
     κλητική αψυχολόγητε αψυχολόγητη αψυχολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψυχολόγητοι οι αψυχολόγητες τα αψυχολόγητα
      γενική των αψυχολόγητων των αψυχολόγητων των αψυχολόγητων
    αιτιατική τους αψυχολόγητους τις αψυχολόγητες τα αψυχολόγητα
     κλητική αψυχολόγητοι αψυχολόγητες αψυχολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψυχολόγητος < α στερητικό και ψυχολογώ

Επίθετο[επεξεργασία]

αψυχολόγητος,η,ο

  1. η ενέργεια που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τους βασικούς κανόνες της ψυχολογίας ή και της κοινής λογικής, που μπορεί να χαρακτηριστεί παράλογη ή αδικαιολόγητη ή κουτή ή άσκοπη ή άστοχη καθώς δεν επιφέρει ικανό όφελος για εκείνον που προχώρησε σε αυτήν
  2. το άτομο που δεν μπορεί να διερευνηθούν σε βάθος τα κίνητρα της δράσης ή της γενικής συμπεριφοράς του, που κατά κανόνα ενεργεί με τρόπο που οι υπόλοιποι αδυνατούν να παρακολουθήσουν και που σε γενικές γραμμές θεωρείται απρόβλεπτο είτε με τους κανόνες της ψυχολογίας ή και της λογικής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]