αψυχολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αψυχολόγητος,η,ο
- η ενέργεια που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τους βασικούς κανόνες της ψυχολογίας ή και της κοινής λογικής, που μπορεί να χαρακτηριστεί παράλογη ή αδικαιολόγητη ή κουτή ή άσκοπη ή άστοχη καθώς δεν επιφέρει ικανό όφελος για εκείνον που προχώρησε σε αυτήν
- το άτομο που δεν μπορεί να διερευνηθούν σε βάθος τα κίνητρα της δράσης ή της γενικής συμπεριφοράς του, που κατά κανόνα ενεργεί με τρόπο που οι υπόλοιποι αδυνατούν να παρακολουθήσουν και που σε γενικές γραμμές θεωρείται απρόβλεπτο είτε με τους κανόνες της ψυχολογίας ή και της λογικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψυχολόγητος