αἰσθάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αισθάνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

αἰσθάνομαι

  • αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]