αὐτόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτόλιθος < αὐτός + λίθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὐτόλιθος αρσενικό (ίσως και επίθετο, τριγενές και δικατάληκτο, ος,ος,ον)