βάθρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάθρακας < αρχαία ελληνική βάθρακος (βάτραχος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάθρακας αρσενικό πληθυντικός βάθρακες, ή βάθρακοι ή βαθράκοι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ιδιωματικό)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ο βάτραχος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- βαθρακομάτης
- βαθρακολαίμης
- βαθρακοκοίλης
- βαθρακοταντανίζομαι (= αναπηδώ σαν β...)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάθρακας
|