βάραθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάραθρο τα βάραθρα
      γενική του βαράθρου
βάραθρου
των βαράθρων
    αιτιατική το βάραθρο τα βάραθρα
     κλητική βάραθρο βάραθρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάραθρο < αρχαία ελληνική βάραθρον < βέρεθρον < βάρεθρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈva.ɾa.θɾo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάραθρο ουδέτερο

το βαθύ και απόκρημνο χάσμα της γης, χαράδρα, γκρεμός
(Η σημασιολογική συγγένεια με τη λατινική voro (=καταβροχθίζω, τρώω), τη γαλλική gorge (= λαιμός) αλλά και το ότι έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις βι-βρώ-σκω (= τρώω, καταβροχθίζω), βρώση και βορά υποδεικνύουν ότι η αρχική σημασία της λέξης θα ήταν αυτό που καταβροχθίζει ό,τι πέφτει μέσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]