βάσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βάσιμος η βάσιμη το βάσιμο
      γενική του βάσιμου της βάσιμης του βάσιμου
    αιτιατική τον βάσιμο τη βάσιμη το βάσιμο
     κλητική βάσιμε βάσιμη βάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βάσιμοι οι βάσιμες τα βάσιμα
      γενική των βάσιμων των βάσιμων των βάσιμων
    αιτιατική τους βάσιμους τις βάσιμες τα βάσιμα
     κλητική βάσιμοι βάσιμες βάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάσιμος < βάσις + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

βάσιμος

  1. που στηρίζεται πάνω σε κάτι λογικό και πραγματικό, που μπορεί να υποστηρίζεται με επιχειρήματα ή με αναφορά σε υπαρκτά δεδομένα
    δεν ξέρω αν οι φόβοι μου για το μέλλον του προγράμματος είναι βάσιμοι

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]