βάψιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάψιμο τα βαψίματα
      γενική του βαψίματος των βαψιμάτων
    αιτιατική το βάψιμο τα βαψίματα
     κλητική βάψιμο βαψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάψιμο < βαψ- (<βάφω) + -ιμο[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του βάφω
    το παραδοσιακό βάψιμο των αβγών τη Μεγάλη Πέμπτη
  2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βάφομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]