βέβηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βέβηλος | η | βέβηλη | το | βέβηλο |
γενική | του | βέβηλου | της | βέβηλης | του | βέβηλου |
αιτιατική | τον | βέβηλο | τη | βέβηλη | το | βέβηλο |
κλητική | βέβηλε | βέβηλη | βέβηλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βέβηλοι | οι | βέβηλες | τα | βέβηλα |
γενική | των | βέβηλων | των | βέβηλων | των | βέβηλων |
αιτιατική | τους | βέβηλους | τις | βέβηλες | τα | βέβηλα |
κλητική | βέβηλοι | βέβηλες | βέβηλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βέβηλος < αρχαία ελληνική βέβηλος < βαίνω < βηλός (=κατώφλι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈve.vi.los/ αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
βέβηλος, -η, -ο
- που βεβηλώνει (παραβιάζει) έναν ιερό χώρο με την παρουσία του ή με ασεβείς πράξεις και καταστροφές μέσα σ' αυτόν
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αβεβήλωτος
- βεβηλώνω
- βεβήλωση
- βεβηλωτής
- → δείτε τη λέξη βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βέβηλος