βαθμός ελευθερίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναθεώρηση : λάθος ή τουλάχιστον προβληματικός ορισμός και ετυμολογία. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός ελευθερίας αρσενικό
- (στατιστική): αριθμός απεριόριστων μεταβλητών σε κατανομή συχνοτήτων, με διεθνές σύμβολο df.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σημαντικός παράγοντας των στατιστικών ελέγχων και ειδικότερα σε τεστ του χι τετράγωνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός ελευθερίας
|