βαθυσκαφής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθυσκαφής η βαθυσκαφής το βαθυσκαφές
      γενική του βαθυσκαφούς* της βαθυσκαφούς του βαθυσκαφούς
    αιτιατική τον βαθυσκαφή τη βαθυσκαφή το βαθυσκαφές
     κλητική βαθυσκαφή(ς) βαθυσκαφής βαθυσκαφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθυσκαφείς οι βαθυσκαφείς τα βαθυσκαφή
      γενική των βαθυσκαφών των βαθυσκαφών των βαθυσκαφών
    αιτιατική τους βαθυσκαφείς τις βαθυσκαφείς τα βαθυσκαφή
     κλητική βαθυσκαφείς βαθυσκαφείς βαθυσκαφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθυσκαφής < αρχαία ελληνική βαθυσκαφής < βαθυ- + σκάπτω

Επίθετο[επεξεργασία]

βαθυσκαφής, -ής, -ές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ βαθυσκαφής τὸ βαθυσκαφές οἱ, αἱ βαθυσκαφεῖς τὰ βαθυσκαφ
Γενική τοῦ, τῆς βαθυσκαφοῦς τοῦ βαθυσκαφοῦς τῶν βαθυσκαφῶν τῶν βαθυσκαφῶν
Δοτική τῷ, τῇ βαθυσκαφεῖ τῷ βαθυσκαφεῖ τοῖς, ταῖς βαθυσκαφέσι(ν) τοῖς βαθυσκαφέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν βαθυσκαφ τὸ βαθυσκαφές τοὺς, τὰς βαθυσκαφεῖς τὰ βαθυσκαφ
Κλητική βαθυσκαφές βαθυσκαφές βαθυσκαφεῖς βαθυσκαφ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική βαθυσκαφεῖ
Γενική-Δοτική βαθυσκαφοῖν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθυσκαφής < βαθύς + σκάπτω

Επίθετο[επεξεργασία]

βαθυσκαφής, -ής, -ές

Συγγενικά[επεξεργασία]