βακέσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βακέσιο < αγγλικά vacation

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈce.sço/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βακέσιο ουδέτερο άκλιτο

  • (ελληνοαμερικανικά) οι διακοπές
    Πήρα μια βδομάδα βακέσιο και πήγα με τα παιδιά στη Φλόριντα.