βακελίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βακελίτης οι βακελίτες
      γενική του βακελίτη των βακελιτών
    αιτιατική τον βακελίτη τους βακελίτες
     κλητική βακελίτη βακελίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τηλέφωνο εξ' ολοκλήρου από βακελίτη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βακελίτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Bakelit < Leo Hendrik Baekeland (Φλαμανδός χημικός: ανθρωπωνυμικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βακελίτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]