βαλές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαλές οι βαλέδες
      γενική του βαλέ των βαλέδων
    αιτιατική τον βαλέ τους βαλέδες
     κλητική βαλέ βαλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλές < (άμεσο δάνειο) γαλλική valet (προφορά: va.le) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐λές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλές αρσενικό

  1. (επάγγελμα) υπηρέτης
  2. (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο
     συνώνυμα: φάντης, φάντες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. υπηρέτης, ακόλουθος, δούλος, διάκονος, αυλόδουλος, θαλαμηπόλος
  2. λακές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]