βαράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαράω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βαρ(ῶ) [1]μεσαιωνική ελληνική[2]), συνηρημένος τύπος για την αρχαία ελληνική βαρέω + νεοελληνική κατάληξη -άω κατά τη σημασία βαριά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαράω/(βαρώ), πρτ.: βαρούσα και βάραγα, στ.μέλλ.: θα βαρέσω, αόρ.: βάρεσα, μτχ.π.π.: βαρεμένος, (το παθητικό βαριέμαι με διαφορετική σημασία)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Δε συνηθίζεται ο τύπος βαρώ, βαρά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. βαράω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βαράω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.