βαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαριά οι βαριές
      γενική της βαριάς των βαριών
    αιτιατική τη βαριά τις βαριές
     κλητική βαριά βαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άνδρας του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού χρησιμοποιεί βαριά για το σπάσιμο βάσης από μπετόν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαριά θηλυκό

  • (εργαλείο) βαρύ σφυρί με μακριά λαβή, που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στο σπάσιμο επιφανειών και κατασκευών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

βαριά

  • με βαρύ τρόπο
    1. κοιμάμαι βαριά: κοιμάμαι πολύ βαθιά
    2. σοβαρά (για κάτι πολύ βαρύ όσον αφορά την κατάστασή του ή τις ενδεχόμενες συνέπειες)
      πληγώνομαι βαριά (τα τραύματά μου είναι πολύ σοβαρά)
    3. παίρνω κάτι (πολύ) βαριά: με στενοχωρεί ή με προσβάλλει κάτι πάρα πολύ
       συνώνυμα: το φέρω βαρέως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]