βαριοπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριοπούλα | οι | βαριοπούλες |
γενική | της | βαριοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | βαριοπούλα | τις | βαριοπούλες |
κλητική | βαριοπούλα | βαριοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαριοπούλα < βαρι(ά) + -οπούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαριοπούλα θηλυκό
- (εργαλείο) σφυρί με μεγάλη, βαριά κεφαλή και σχετικά κοντή λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για σπάσιμο· (κυριολεκτικά) μικρή βαριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαριοπούλα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οπούλα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)