βασισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
βασισμένος, -η, -ο
- που έχει βασιστεί πάνω σε κάτι άλλο (συνήθως για πνευματικό-καλλιτεχνικό έργο)
- η τανία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα ...