βαφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαφή | οι | βαφές |
γενική | της | βαφής | των | βαφών |
αιτιατική | τη | βαφή | τις | βαφές |
κλητική | βαφή | βαφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαφή < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαφή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαφή
|