βεγγέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεγγέρα | οι | βεγγέρες |
γενική | της | βεγγέρας | — | |
αιτιατική | τη | βεγγέρα | τις | βεγγέρες |
κλητική | βεγγέρα | βεγγέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεγγέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vegghera (διαλεκτικό) < veggiare < vegliare < παλαιά οξιτανική velhar < λατινική vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weǵ- (αγρυπνώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεγγέρα θηλυκό
- η επίσκεψη σε σπίτι που συνήθως κρατάει μέχρι αργά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η λέξη βεγγέρα συντάσσεται συνήθως με το ρήμα κάνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά οξιτανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)