βεγγερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεγγερίζω < βεγγέρα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βεγγερίζω

  • συμμετέχω σε μια βεγγέρα
    ※  Κάθε βράδυ ερχότανε και τους βεγγέριζε ο Αλέξης, ο ανιψιός τους. (Έλλη Αλεξίου Εισβολή άρρενος [διήγημα])

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]