βεδούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεδούρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο

  1. (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
  2. ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]