βελουτέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βελουτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική velouté < velut < λατινική villutus < villus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wĺ̥h₁neh₂ (“μαλλί”)
Επίθετο[επεξεργασία]
βελουτέ άκλιτο
- που έχει βελούδινη υφή και απαλότητα
- (γαστρονομία) χαρακτηρισμός οποιασδήποτε "δεμένης" σάλτσας, ή σούπας που έχει ελαφρά κρεμώδη βελούδινη γεύση