βελούδινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veˈlu.ði.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /veˈlu.ði.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /veˈlu.ði.no/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
βελούδινος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βελούδο