βελούδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βελούδο τα βελούδα
      γενική του βελούδου των βελούδων
    αιτιατική το βελούδο τα βελούδα
     κλητική βελούδο βελούδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βελούδο < (άμεσο δάνειο) βενετική veludo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /veˈlu.ðo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βελούδο ουδέτερο

Απαλό ύφασμα, θεωρούμενο καλής ποιότητας.

Ανακαλύφθηκε πιθανότατα στο Κασμιρ τον 14ο αιώνα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]