βενζίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζίνα οι βενζίνες
      γενική της βενζίνας των βενζινών
    αιτιατική τη βενζίνα τις βενζίνες
     κλητική βενζίνα βενζίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βενζίνα < ορθογραφικό δάνειο από την ιταλική benzina. Συγκρίνετε με το μπενζίνα. Δείτε και βενζίνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βενζίνα θηλυκό

  1. η βενζίνη (το καύσιμο)
  2. η βενζινάκατος
    ※  Οδηγημένη από τον καπετάνιο, πήδηξε στην βενζίνα, που έφευγε για τον Πειραιά και εξαφανίστηκε! (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]