βενζινομηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βενζινομηχανή θηλυκό
- (μηχανολογία) κινητήρας που χρησιμοποιεί ως καύσιμη ύλη τη βενζίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βενζινομηχανή
|