βερεσέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ve.ɾeˈse/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ρε‐σέ
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- βερεσέ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ویرهسی (viresi, veresi) (τουρκική veresiye) [1]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βερεσέ
- επί πιστώσει
- ↪ Πουλούσε συνέχεια βερεσέ και τελικά χρεωκόπησε.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- βερεσέ < ουσιαστικοποιημένο επίρρημα βερεσέ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βερεσέ ουδέτερο άκλιτο ή και πληθυντικός: βερεσέδια
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- βερεσέ: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βερεσέ αρσενικό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βερεσέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)