βεριτάμπλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεριτάμπλ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική véritable → και δείτε τη λέξη veritas (λατινικά)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ve.ɾiˈtabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
βεριτάμπλ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- βεριτάμπλ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)