βερνισάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερνισάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vernissage < vernisser + -age < vernis < παλαιά γαλλική vernis / verniz < μεσαιωνική λατινική vernix / vernice
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βερνισάζ ουδέτερο άκλιτο
- (σπάνιο) το «άνοιγμα» μιας έκθεσης (ζωγραφικής, γλυπτικής κ.λπ.) σε επιλεγμένο κοινό πριν από την ημερομηνία που η έκθεση θα είναι επισκέψιμη από κάθε ενδιαφερόμενο και ανοιχτή στο κοινό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βερνισάζ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)