βηματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βηματισμός οι βηματισμοί
      γενική του βηματισμού των βηματισμών
    αιτιατική τον βηματισμό τους βηματισμούς
     κλητική βηματισμέ βηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βηματισμός < βηματίζω + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βηματισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια του βηματίζω
  2. η κίνηση με τα πόδια, το περπάτημα
  3. (κατ’ επέκταση) το προχώρημα, η εξέλιξη μιας διαδικασίας
    προχωρούμε στα σχέδιά μας με γοργό βηματισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]