βιβλιοθηκονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβλιοθηκονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική bibliothéconomie < ελληνιστική κοινή βιβλιοθήκ(η) + -ο- + -nomie < -νομία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιβλιοθηκονομία θηλυκό
- η επιστήμη της ταξινόμησης των βιβλίων και της διαχείρισης βιβλιοθηκών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βιβλιοθηκάριος
- βιβλιοθηκονόμος
- → και δείτε τις λέξεις βιβλίο και οικονομία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αρχειονομία
- DDC (Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης Ντιούι)
- LCC (Σύστημα Ταξινόμησης της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιβλιοθηκονομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)