βιβλιοθηκονομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοθηκονομία οι βιβλιοθηκονομίες
      γενική της βιβλιοθηκονομίας των βιβλιοθηκονομιών
    αιτιατική τη βιβλιοθηκονομία τις βιβλιοθηκονομίες
     κλητική βιβλιοθηκονομία βιβλιοθηκονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλιοθηκονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική bibliothéconomie < ελληνιστική κοινή βιβλιοθήκ(η) + -ο- + -nomie < -νομία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.vli.o.θi.ko.noˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιβλιοθηκονομία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • αρχειονομία
  • DDC (Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης Ντιούι)
  • LCC (Σύστημα Ταξινόμησης της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]