βιλαέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιλαέτι τα βιλαέτια
      γενική του βιλαετιού των βιλαετιών
    αιτιατική το βιλαέτι τα βιλαέτια
     κλητική βιλαέτι βιλαέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιλαέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική vilậyet < αραβική ولاية (wilāyat, επαρχία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιλαέτι ουδέτερο

  1. διοικητική περιφέρεια υπό τη διοίκηση του βαλή, το βαλελίκι
  2. (κατ’ επέκταση) περιοχή επικυριαρχίας
  3. εδαφική περιοχή, νομός (καζάς)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τι το πέρασες εδώ; βιλαέτι σου; : όταν καποιος συμπεριφέρεται αυταρχικά σε ξένο χώρο ή ξεπερνά τα όρια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]