βινιέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βινιέτα οι βινιέτες
      γενική της βινιέτας των βινιετών
    αιτιατική τη βινιέτα τις βινιέτες
     κλητική βινιέτα βινιέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βινιέτα από αγγλικό βιβλίο του 19ου αι. (Margaret Armour, The Fall of the Nibelungs, London 1897).

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βινιέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vignette + , υποκοριστικό του vigne (κλήμα) + -ette (-έτα) < λατινική vinea < vinum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woino-, *wóih₁nom

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /viˈɲe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐νιέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βινιέτα θηλυκό,

  • (τυπογραφία) σχεδίασμα που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στην αρχή ή στο τέλος κεφαλαίων βιβλίων ή ως πλαίσιο των σελίδων
    1. (τυπογραφία)εγχάρακτο κόσμημα, με κλάδους, φύλλα και άλλα περίτεχνα σχήματα, που συνήθως μπαίνει στην αρχή των κεφαλαίων ενός βιβλίου
      ※  Ένα φτενό δεκαεξασέλιδο τεύχος με βυσσινί εξώφυλλο και τρία φύλλα κισσού για βινιέτα. (Α. Βλαβιανού, «"Φυλλάδιο" – η επίπεδη επιφάνεια της σφαίρας», εφημερδία Η Καθημερινή (Αθήνα), ένθετο «Επτά Ημέρες», 13 Φεβρ. 2005)
      → δείτε και τις λέξεις κεφαλίδα και κολοφώνας
    2. σήμα (συχνά αυτοκόλλητο) με περίτεχνη σχεδίαση για την αποφυγή παραχάραξης, το οποίο μπαίνει σε διαβατήρια, άδειες κ.λπ.
      ※  Εφ' όσον η βινιέτα της άδειας που κολλιέται στο διαβατήριο είναι σε ισχύ. (Α. Φωτιάδης, «Χωρίς προξενικές υπηρεσίες εκατοντάδες Σύροι στην Ελλάδα», εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 23 Ιαν. 2013)
    3. το σχέδιο που περιέχει ένα πλαίσιο σε σειρά σχεδίων κόμιξ
      ※  Τo κάδρo ή βινιέτα «απoτελεί τη στoιχειώδη αφηγηματική μoνάδα» των κόμικς. (Γ. Σκαρπέλος, Ιστορική μνήμη και ελληνικότητα στα κόμικς, Αθήνα 2000)
       συνώνυμα: κάδρο, καρέ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]