βιολέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιολέ < γαλλική violet

Επίθετο[επεξεργασία]

βιολέ άκλιτο

  1. βιολετής, βιολετί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιολέ ουδέτερο άκλιτο

  1. το βιολετί χρώμα